- ζωηφόρος
- ος , ον животворный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωηφόρος — life bringing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρος — ο (AM ζωηφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόρος εσφ. τ. αντί ζωφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
ζωηφόρος — α, ο που φέρνει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος (αντίθ. θανατηφόρος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωηφόρον — ζωηφόρος life bringing masc/fem acc sg ζωηφόρος life bringing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρα — ζωηφόρος life bringing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρε — ζωηφόρος life bringing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόροις — ζωηφόρος life bringing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρου — ζωηφόρος life bringing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρους — ζωηφόρος life bringing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρων — ζωηφόρος life bringing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηφόρῳ — ζωηφόρος life bringing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)